ξελειτουργώ

ξελειτουργώ
-άω
1. (για ιερέα) περατώνω τη θεία λειτουργία
2. βγαίνω από την εκκλησία μετά το τέλος τής λειτουργίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + λειτουργώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”